γαλάριος

γαλάριος
-α, -ο
αυτός που δίνει γάλα: Άρμεξε τα γαλάρια πρόβατα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλάρης — α και γαλάριος, ρια, ρικο και άρι [γάλα] 1. αυτός που κατεβάζει άφθονο γάλα («γαλάρα γίδα») 2. εκείνος που θηλάζει ακόμη («αρνί γαλάρικο») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”